- κουρσεύει
- κουρσεύωseizepres ind mp 2nd sgκουρσεύωseizepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρσευτής — ο [κουρσεύω (Ι)] αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος … Dictionary of Greek